- χλευάζει
- χλευάζωjestpres ind mp 2nd sgχλευάζωjestpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξπρεσιονισμός — Καλλιτεχνικό και λογοτεχνικό κίνημα. Εκδηλώθηκε στη Γερμανία από το 1910 έως το 1925 και αντιπροσωπεύει τη γερμανική παραλλαγή της μεγάλης ευρωπαϊκής επανάστασης της πρωτοπορίας. Τον όρο ε. χρησιμοποίησε πρώτη φορά το 1901 στη Γαλλία ο ζωγράφος… … Dictionary of Greek
καταχλευαστικός — καταχλευαστικός, ή, όν (Α) [καταχλευάζω] αυτός που έχει κλίση στο να καταγελά, να χλευάζει υπερβολικά κάποιον. επίρρ... καταχλευαστικῶς (Α) με καταχλευαστικό τρόπο … Dictionary of Greek
κηκάζω — (Α) κακολογώ, βρίζω, ονειδίζω («κηκάζει λοιδορεῑ, χλευάζει», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται πιθ. σε ΙΕ ρίζα *kāk «περιγελώ, κοροϊδεύω» που είναι προϊόν ηχομιμήσεων (πρβλ. κήξ, καχάζω) και συνδέεται με αρχ. άνω γερμ. huohōn «κοροϊδεύω», huoh… … Dictionary of Greek
μυκτηριστής — ο (Α μυκτηριστής και μυκτηριαστής) [μυκτηρίζω] αυτός που εμπαίζει, χλευάζει, περιγελά κάποιον … Dictionary of Greek
περιπαίκτης — και περιπαίχτης, ο, θηλ. περιπαίκτρια και περιπαίχτρα Ν [περιπαίζω] 1. αυτός που περιπαίζει, που χλευάζει κάποιον 2. αυτός που προσπαθεί να εξαπατήσει κάποιον («περιπαίχτρα η σάλπιγγα», Σολωμ.) … Dictionary of Greek
ρητορόμυκτος — ὁ, Α αυτός που χλευάζει τους ρήτορες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥήτωρ, ορος + μυκτος (< μύζω «χλευάζω», πρβλ. μυκτηρίζω)] … Dictionary of Greek
σαρκασμός — ο, ΝΑ [σαρκάζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σαρκάζω, δηκτικός εμπαιγμός, ειρωνικός λόγος με τον οποίο χλευάζει κανείς κάποιον … Dictionary of Greek
σαρκαστής — ο, Ν αυτός που σαρκάζει, που χλευάζει, που περιπαίζει τους άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαρκάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1859 στον Π. Π. Εξακουστό] … Dictionary of Greek
σκωπτικός — ή, ό / σκωπτικός, ή, όν, ΝΑ [σκώπτης] 1. αυτός που συνηθίζει να σκώπτει, να χλευάζει 2. αυτός που ενέχει τον χαρακτήρα σκώμματος, εμπαικτικός, χλευαστικός. επίρρ... σκωπτικώς / σκωπτικῶς ΝΜΑ, και σκωπτικά Ν με χλευαστικό τρόπο, κοροϊδευτικά … Dictionary of Greek
τωθαστής — ὁ, Α [τωθάζω] αυτός που περιπαίζει, που χλευάζει … Dictionary of Greek